excursion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
excursion | excursions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
excursion (en)
- η εκδρομή, ένα σύντομο ταξίδι για ευχαρίστηση, ειδικά ένα που έχει οργανωθεί για μια ομάδα ανθρώπων
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛks.kyʁ.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
excursion | excursions |
excursion (fr) θηλυκό
- η εκδρομή