expend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας expend
γ΄ ενικό ενεστώτα expends
αόριστος expended
παθητική μετοχή expended
ενεργητική μετοχή expending

expend (en) (επίσημο)

  • ξοδεύω πολύ χρόνο, χρήματα, προσπάθεια κτλ.
    They expended all their capital on equipment.
    Ξόδεψαν όλο τους το κεφάλαιο για μηχανήματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη spend