extraordinaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- extraordinaire < λατινική extraordinarius
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛk.stʁa.ɔʁ.di.nɛʁ/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
extraordinaire | extraordinaires |
extraordinaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό