extrapolation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]extrapolation (en)
- (μαθηματικά) προεκβολή, νοερή προέκταση δεδομένων
- υποθετικό συμπέρασμα
- υπολογιστική εκτίμηση (ακραίων τιμών π.χ. ποσότητας, χρόνου, ή απομακρυσμένης περιόδου)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| extrapolation | extrapolations |
extrapolation (fr) θηλυκό