Μετάβαση στο περιεχόμενο

extrapolation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

extrapolation (en)

  1. (μαθηματικά) προεκβολή, νοερή προέκταση δεδομένων
  2. υποθετικό συμπέρασμα
  3. υπολογιστική εκτίμηση (ακραίων τιμών π.χ. ποσότητας, χρόνου, ή απομακρυσμένης περιόδου)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛks.tʁa.pɔ.la.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
extrapolation extrapolations

extrapolation (fr) θηλυκό