exubérant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exubérant | exubérants |
θηλυκό | exubérante | exubérantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
exubérant (fr)
- (για ανθρώπους) εξαιρετικά ενεργητικός και ενθουσιώδης, κεφάτος, πληθωρικός
- (για πράγματα) που χαρακτηρίζεται από αφθονία, πληθωρικός, υπεράφθονος