eyebrow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
eyebrow | eyebrows |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
eyebrow (en)
- (ανθρώπινο σώμα) το φρύδι