Μετάβαση στο περιεχόμενο

eyebrow

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
eyebrow eyebrows

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eyebrow < eye + brow

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eyebrow (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]