ezmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ezmek (tr)

  1. πατώ, πιέζω
  2. συνθλίβω

Κλίση[επεξεργασία]