fac
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά
(la)
[
επεξεργασία
]
Ρηματικός τύπος
[
επεξεργασία
]
fac
(la)
β΄
πρόσωπο
ενικού
προστακτικής
ενεργητικού
ενεστώτα
του
facio
Δείτε επίσης
[
επεξεργασία
]
dic
duc
fer
Κατηγορία
:
Ρηματικοί τύποι (λατινικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Get shortened URL
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Català
Čeština
Deutsch
English
Suomi
Français
Ido
日本語
한국어
Kurdî
Latina
Malagasy
Nederlands
Occitan
Polski
Română
Русский
Slovenčina
Soomaaliga
தமிழ்
中文