face-to-face
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
face-to-face (en)
- (τοπικό επίρρημα) απέναντι, αντίκρυ, λαϊκότροπα: φάτσα, φάτσα με φάτσα, βιζαβί
- ↪ When I found myself face-to-face with him…
- Όταν βρέθηκα απέναντί του…
- ↪ They sat face-to-face on the train.
- Κάθισαν αντικρυστά στο τρένο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε την έκφραση across from
- ↪ When I found myself face-to-face with him…
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 78, 93. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντίκρυ, απέναντι