facemask
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
facemask | facemasks |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
facemask (en)
- μάσκα ή άλλο κάλυμμα προσώπου, για προστασία ή μεταμφίεση