fadeno
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fadeno | fadenoj |
αιτιατική | fadenon | fadenojn |
fadeno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fadeno | fadenoj |
αιτιατική | fadenon | fadenojn |
fadeno (eo)