faix
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
faix | faix |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
faix (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) υπερβολικό φορτίο
- καθίζηση μιας νεόκτιστης οικοδομής