faklingvaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | faklingvaĵo | faklingvaĵoj |
αιτιατική | faklingvaĵon | faklingvaĵojn |
faklingvaĵo (eo)
- γλώσσα μιας ειδικότητας, λεξιλόγιο μιας επιστήμης
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- faklingvajho στο H-sistemo
- faklingvajxo στο X-sistemo