fakultato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fakultato | fakultatoj |
αιτιατική | fakultaton | fakultatojn |
fakultato (eo)
- το πανεπιστήμιο, η πανεπιστημιακή σχολή