falot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | falot | falots |
θηλυκό | falote | falotes |
Επίθετο[επεξεργασία]
falot (fr)
- τιποτένιος, ασήμαντος, σε σημείο να γίνεται κάποιος γελοίος