family man
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
family man | family men |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]family man (en)
- ο νοικοκύρης, αυτός που αφοσιώνεται στην δουλειά για να φροντίσει την οικογένεια και το σπίτι του