fee
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fee | fees |
fee (en)
- η αμοιβή, το έξοδο, η προμήθεια, η χρέωση, χρηματικό ποσό που καταβάλλεται ως πληρωμή για παροχή υπηρεσιών
- ⮡ The fee for your work is 500 euros.
- Η αμοιβή για την εργασία μου είναι 500 ευρώ.
- ⮡ The lawyers’ fee depends on the case.
- Η αμοιβή των δικηγόρων εξαρτάται από την περίπτωση.
- ⮡ Employees are reimbursed for any legal fees incurred when they relocate.
- Οι εργαζόμενοι αποζημιώνονται για τυχόν νομικά έξοδα που προκύπτουν όταν μετακομίζουν.
- ⮡ Does the bank charge a fee for setting up the account?
- Η τράπεζα χρεώνει κάποια προμήθεια για το άνοιγμα του λογαριασμού;
- ⮡ Customers pay an annual fee for the service.
- Οι πελάτες πληρώνουν μια ετήσια χρέωση για την υπηρεσία.
- ⮡ Tuition fees in the United States are very expensive.
- Τα δίδακτρα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ ακριβά.
- ⮡ The fee for your work is 500 euros.
- η χρέωση, χρηματικό ποσό που πληρώνω για να γίνω μέλος σε έναν οργανισμό ή για να κάνω κάτι
- ⮡ I have an active subscription with a recurring subscription fee.
- Έχω μια ενεργή συνδρομή με επαναλαμβανόμενη χρέωση συνδρομής.
- ⮡ There is no entrance fee to the gallery.
- Δεν υπάρχει χρέωση εισόδου για την γκαλερί.
- ⮡ The registration fee for the event is 35 euros.
- Η χρέωση εγγραφής για την εκδήλωση είναι 35 ευρώ.
- ⮡ I have an active subscription with a recurring subscription fee.