Μετάβαση στο περιεχόμενο

fee

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: fée

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fee fees

fee (en)

  1. η αμοιβή, το έξοδο, η προμήθεια, η χρέωση, χρηματικό ποσό που καταβάλλεται ως πληρωμή για παροχή υπηρεσιών
      The fee for your work is 500 euros.
    Η αμοιβή για την εργασία μου είναι 500 ευρώ.
      The lawyers’ fee depends on the case.
    Η αμοιβή των δικηγόρων εξαρτάται από την περίπτωση.
      Employees are reimbursed for any legal fees incurred when they relocate.
    Οι εργαζόμενοι αποζημιώνονται για τυχόν νομικά έξοδα που προκύπτουν όταν μετακομίζουν.
      Does the bank charge a fee for setting up the account?
    Η τράπεζα χρεώνει κάποια προμήθεια για το άνοιγμα του λογαριασμού;
      Customers pay an annual fee for the service.
    Οι πελάτες πληρώνουν μια ετήσια χρέωση για την υπηρεσία.
      Tuition fees in the United States are very expensive.
    Τα δίδακτρα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ ακριβά.
  2. η χρέωση, χρηματικό ποσό που πληρώνω για να γίνω μέλος σε έναν οργανισμό ή για να κάνω κάτι
      I have an active subscription with a recurring subscription fee.
    Έχω μια ενεργή συνδρομή με επαναλαμβανόμενη χρέωση συνδρομής.
      There is no entrance fee to the gallery.
    Δεν υπάρχει χρέωση εισόδου για την γκαλερί.
      The registration fee for the event is 35 euros.
    Η χρέωση εγγραφής για την εκδήλωση είναι 35 ευρώ.