fertilitate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fertilitate (ro) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του fertilitate
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o fertilitate | fertilitatea | nişte fertilități | fertilitățile |
γενική | a unei fertilități | fertilității | a unor fertilități | fertilităților |
δοτική | a unei fertilități | fertilității | a unor fertilități | fertilităților |
αιτιατική | o fertilitate | fertilitatea | nişte fertilități | fertilitățile |
κλητική | — | - | — | - |