fiammifero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fiammifero | fiammiferi |
fiammifero (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fiammifero | fiammiferi |
fiammifero (it)