flamma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- flamma < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *flagma. Συγγενές με το (αρχαία ελληνική) φλέγμα και φλέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flamma θηλυκό
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flamma | flammae |
γενική | flammae | flammārum |
δοτική | flammae | flammīs |
αιτιατική | flammam | flammās |
κλητική | flamma | flammae |
αφαιρετική | flammā | flammīs |
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flamma (sv)
- η φλόγα