field trip

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
field trip field trips

Ετυμολογία [επεξεργασία]

field trip < → δείτε τις λέξεις field και trip

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

field trip (en)

  • η εκδρομή, ένα ταξίδι που γίνεται από μια ομάδα ανθρώπων, συχνά φοιτητές, για να μελετήσουν κάτι
    The children went on a field trip to the museum of natural history.
    Τα παιδιά πήγαν εκδρομή στο μουσείο φυσικής ιστορίας.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • field trip στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]