Μετάβαση στο περιεχόμενο

trip

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trip trips

trip (en)

  1. το ταξίδι, ειδικά ένα σύντομο για ευχαρίστηση ή συγκεκριμένο σκοπό
      He just got back from a trip.
    Μόλις γύρισε από ένα ταξίδι.
    συγκρίνετε με το: journey
  2. το παραπάτημα
  3. το μαστούρωμα, η μαστούρα, το "ταξίδι", εμπειρία κάτω από την επίδραση ψυχοδραστικών ουσιών
ενεστώτας trip
γ΄ ενικό ενεστώτα trips
αόριστος tripped
παθητική μετοχή tripped
ενεργητική μετοχή tripping

trip (en)

  1. (αμετάβατο) παραπατάω, σκοντάφτω και πέφτω
      As I was climbing the stairs, I tripped and fell.
    Καθώς ανέβαινα τη σκάλα παραπάτησα κι έπεσα.
      On the last step, he tripped and fell.
    Στο τελευταίο σκαλί σκόνταψε κι έπεσε.
     συνώνυμα: fall over
  2. (μεταβατικό) βάζω σε τρικλοποδιά σε κάποιον, η τοποθέτηση του ποδιού κάποιου ανάμεσα στα πόδια κάποιου άλλου που κινείται, για να τον κάνει να πέσει
      He tripped him and made him fall down.
    Του έβαλε τρικλοποδιά και τον πέταξε κάτω.
     δείτε το phrasal verb trip up
  3. (μεταβατικό) ενεργοποιώ, ανάβω διακόπτες, εκρηκτικά, παγίδες κτλ.
      Any intruders will trip the alarm.
    Οποιοιδήποτε εισβολείς θα ενεργοποιήσουν τον συναγερμό.
  4. (αμετάβατο, ανεπίσημο) μαστουρώνω, έχω παραισθήσεις κάτω από την επίδραση ψυχοδραστικών ουσιών
      With two or three puffs he’s tripping (out) and doesn’t know what he’s saying.
    Με δυο τρεις τζούρες μαστουρώνει και δεν ξέρει τι λέει.