fikso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fikso | fiksoj |
αιτιατική | fikson | fiksojn |
fikso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fikso | fiksoj |
αιτιατική | fikson | fiksojn |
fikso (eo)