fikso
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fikso | fiksoj |
αιτιατική | fikson | fiksojn |
fikso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fikso | fiksoj |
αιτιατική | fikson | fiksojn |
fikso (eo)