filio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]filio (eo)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]filio (la) αρσενικό
- δοτική και αφαιρετική ενικού του filius