filioque
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]filioque (la) αρσενικό
- δοτική και αφαιρετική ενικού του filius + -que
filioque (la) αρσενικό