Μετάβαση στο περιεχόμενο

finance

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
finance finances

finance (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ειδικά βρετανική σημασία) η χρηματοδότηση, τα χρήματα που χρησιμοποιούνται για μια επιχείρηση, μια δραστηριότητα ή ένα έργο
      The bank undertook the finance of the sewage projects.
    Η τράπεζα ανέλαβε τη χρηματοδότηση των αποχετευτικών έργων.
     συνώνυμα: financing (αμερικανική σημασία)
  2. (μη μετρήσιμο) τα χρηματοοικονομικά, το να διαχειρίζομαι χρημάτων, ειδικά από κυβερνητικό ή εμπορικό οργανισμό
      She works in the finance sector.
    Εργάζεται στον τομέα των χρηματοοικονομικών.
      He studied finance at university.
    Σπούδασε χρηματοοικονομικά στο πανεπιστήμιο.
  3. (μόνο πληθυντικός) τα οικονομικά, τα χρήματα που είναι διαθέσιμα σε έναν άνθρωπο, έναν οργανισμό ή μια χώρα· ο τρόπος διαχείρισης αυτών των χρημάτων
      The project’s finances are tightly controlled.
    Τα οικονομικά του έργου ελέγχονται αυστηρά.
      His finances are in bad shape.
    Τα οικονομικά του είναι σε κακή κατάσταση.
ενεστώτας finance
γ΄ ενικό ενεστώτα finances
αόριστος financed
παθητική μετοχή financed
ενεργητική μετοχή financing

finance (en)

  • χρηματοδοτώ
      The company decided to finance the development of new products.
    Η εταιρεία αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
      The bank financed the construction of the new building.
    Η τράπεζα χρηματοδότησε την ανέγερση του νέου κτιρίου.
      The European Union finances programs to improve the environment.
    Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτεί προγράμματα για τη βελτίωση του περιβάλλοντος.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
finance finances

finance (fr) θηλυκό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
finance < financ- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

finance (eo)