finance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
finance (fr) θηλυκό, μόνο στον ενικό
- γενικά, ο κόσμος της οικονομίας
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
finance (eo)
- με χρήμα, μέσω χρηματοδότησης