firming

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

firming < firm + -ing. (μαρτυρείται από το 1870)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfər.miŋ/

Επίθετο[επεξεργασία]

firming (en) (χωρίς παραθετικά)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

firming (en)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. firming - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)