firming
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
firming (en) (χωρίς παραθετικά)
- που παράγει ή αυξάνει τη σφριγηλότητα στο δέρμα
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
firming (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του firm