flacid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
flacid (en)
- ξεκαύλωτος, ο μη βρισκόμενος σε στύση, χαλαρό πέος
- (μεταφορικά) ξενέρωτος, ανιαρός, μαλθακός, φλώρος, βαρετός
flacid (en)