ξενέρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενέρωτος < ξενερώ(νω) + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ξενέρωτος, -η, -ο
- (οικείο) ανιαρός, που προκαλεί πλήξη, χωρίς παιγνιώδη διάθεση
- εγώ σε αυτό το μπαρ δεν ξαναπατάω, είναι εντελώς ξενέρωτο, για συνταξιούχους
- αυτός που έχει ξεμεθύσει