sober

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

sober (en)

  1. νηφάλιος (με την έννοια του μη μεθυσμένου), ξεμέθυστος, μη μεθυσμένος
  2. σοβαρός, έχων επίσημο ύφος