fried
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | fried |
συγκριτικός | more fried |
υπερθετικός | most fried |
fried (en)
- (γαστρονομία) τηγανητός
- ⮡ served with fried potatoes - σερβίρεται με τηγανητές πατάτες
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]fried (en)