fried
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | fried |
συγκριτικός | more fried |
υπερθετικός | most fried |
Επίθετο[επεξεργασία]
fried (en)
- (γαστρονομία) τηγανητός
- ↪ served with fried potatoes - σερβίρεται με τηγανητές πατάτες