fruiterie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fruiterie | fruiteries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fruiterie (fr) θηλυκό
- βιομηχανικός δροσερός χώρος όπου διατηρούνται τα φρούτα
- οπωροπωλείο
- (κατ’ επέκταση) το εμπόριο των φρούτων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη fruit