fudge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
fudge (en)
- (έκφραση δυσπιστίας ή ενόχλησης) χαζομάρες! μαλακίες!
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fudge | fudges |
fudge (en)
- καραμέλα γάλακτος, κρεμώδης καραμέλα
- κουκούλωμα υπόθεσης ή προβλήματος
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | fudge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fudges |
αόριστος | fudged |
παθητική μετοχή | fudged |
ενεργητική μετοχή | fudging |
fudge (en)
- κουκουλώνω υπόθεση, κρύβω κάτω απ' το χαλί
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- to fudge an issue: πατρονάρω διαχειριστικά διαστρεβλώνοντας σκόπιμα την πραγματικότητα, θολώνω τα νερά