fulmo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fulmo | fulmoj |
αιτιατική | fulmon | fulmojn |
fulmo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fulmo | fulmoj |
αιτιατική | fulmon | fulmojn |
fulmo (eo)