Μετάβαση στο περιεχόμενο

généralité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
généralité généralités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

généralité (fr) θηλυκό

  1. η γενικότητα
  2. η γενικολογία
  3. (παρωχημένο) η κοινότητα, ένα σύνολο από άτομα (πολίτες, κ.α.)
  4. (ιστορία) (Γαλλία) κατά τη διάρκεια του Ancien Régime, επρόκειτο για φορολογική περιφέρεια
     δείτε τη λέξη  général des finances

Συγγενικά

[επεξεργασία]