généralité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
généralité | généralités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
généralité (fr) θηλυκό
- η γενικότητα
- (παρωχημένο) η κοινότητα, ένα σύνολο από άτομα (πολίτες, κ.α.)
- (ιστορία) (Γαλλία) κατά τη διάρκεια του Ancien Régime, επρόκειτο για φορολογική περιφέρεια
- → δείτε τη λέξη général des finances
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη général