garaĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- garaĝo < γαλλική garage...
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | garaĝo | garaĝoj |
αιτιατική | garaĝon | garaĝojn |
garaĝo (eo)
- το γκαράζ