gigolette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gigolette | gigolettes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gigolette < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: ζιγκολέτ, ζιγκολέτα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gigolette (fr) θηλυκό
- (γαστρονομία) πιάτο με μπούτι από γαλοπούλα χωρίς κόκαλο
- (οικείο) χορεύτρια (όπως σε καμπαρέ)
- (οικείο) εύκολη, ξετσίπωτη γυναίκα
Πηγές
[επεξεργασία]- gigolette - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- gigolette - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online