χορεύτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xoˈɾef.tɾi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χορεύτρια θηλυκό