girlfriend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
girlfriend girlfriends

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
girlfriend < girl + friend

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

girlfriend (en)

  1. η φιλενάδα, η φίλη, το κορίτσι, η γκόμενα, ένα κορίτσι ή μια γυναίκα με την οποία κάποιος έχει ρομαντική ή σεξουαλική σχέση
    His girlfriend left him.
    Τον παράτησε η φιλενάδα του.
    my son’s girlfriend - η φίλη του γιου μου
    He came with his girlfriend.
    Ήρθε με το κορίτσι του.
    She is my girlfriend.
    Αυτή είναι η γκόμενα μου.
  2. η φιλενάδα, η φίλη
    She went to the movies with her girlfriends.
    Πήγε στο σινεμά με τις φιλενάδες της.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]