girlfriend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
girlfriend | girlfriends |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]girlfriend (en)
- η φιλενάδα, η φίλη, το κορίτσι, η γκόμενα, ένα κορίτσι ή μια γυναίκα με την οποία κάποιος έχει ρομαντική ή σεξουαλική σχέση
- ↪ His girlfriend left him.
- Τον παράτησε η φιλενάδα του.
- ↪ my son’s girlfriend - η φίλη του γιου μου
- ↪ He came with his girlfriend.
- Ήρθε με το κορίτσι του.
- ↪ She is my girlfriend.
- Αυτή είναι η γκόμενα μου.
- ↪ His girlfriend left him.
- η φιλενάδα, η φίλη
- ↪ She went to the movies with her girlfriends.
- Πήγε στο σινεμά με τις φιλενάδες της.
- ↪ She went to the movies with her girlfriends.