boyfriend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
boyfriend boyfriends

Ετυμολογία [επεξεργασία]

boyfriend < boy + friend

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

boyfriend (en)

  • το αγόρι, ο γκόμενος, ο φίλος, ένας άντρας ή ένα αγόρι με το οποίο κάποια έχει ρομαντική ή σεξουαλική σχέση
    She broke up with her boyfriend.
    Χώρισε με το αγόρι της.
    I am sorry to say it, but your boyfriend is just an untalented actor.
    Λυπάμαι που το λέω αλλά το αγόρι σου είναι απλά ένας ατάλαντος ηθοποιός.
    He is her boyfriend.
    Αυτός είναι ο γκόμενος της.
    my daughter’s boyfriend - ο φίλος της κόρης μου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]