glacé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
< glacer
Επίθετο[επεξεργασία]
glacé (fr) glacé αρσενικό, glacée θηλυκό (πληθυντικός: glacés, glacées)
- παγωμένος
- πολύ κρύος
- (μεταφορικά) ψυχρός
- un regard glacé : ψυχρό βλέμμα
- σκεπασμένος με άχνη ζάχαρη
- marron glacé : ζαχαρωτό από κάστανο
- fruit glacé : ζαχαρωτό από φρούτα
- γυαλιστερός
- papier glacé : γυαλιστερό χαρτί
[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη glace