Μετάβαση στο περιεχόμενο

glacé

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

< glacer

Επίθετο

[επεξεργασία]

glacé (fr) glacé αρσενικό, glacée θηλυκό (πληθυντικός: glacés, glacées)

  1. παγωμένος
  2. πολύ κρύος
  3. (μεταφορικά) ψυχρός
  4. un regard glacé : ψυχρό βλέμμα
  5. σκεπασμένος με άχνη ζάχαρη
    marron glacé : ζαχαρωτό από κάστανο
    fruit glacé : ζαχαρωτό από φρούτα
  6. γυαλιστερός
  7. papier glacé : γυαλιστερό χαρτί

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 δείτε τη λέξη glace