άχνη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άχνη | οι | άχνες |
γενική | της | άχνης | των | αχνών |
αιτιατική | την | άχνη | τις | άχνες |
κλητική | άχνη | άχνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
δημώδης πληθυντικός υπάρχει μόνο όταν συγκρίνουμε ποιοτικά διαφορετικής σύνθεσης-ποικιλίας άχνη/-ες, πχ. διαφορετικής ποικιλίας ζάχαρη κτλ., επισήμως (επίσημος λόγος) μόνο ο ενικός χρησιμοποιείται
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άχνη < αρχαία ελληνική ἄχνη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άχνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) άχνα
- (για υλικό) πάρα πολύ λεπτή σκόνη
- (ειδικότερα) ζάχαρη άχνη, ψιλοτριμμένη ζάχαρη σε μορφή σκόνης, συνήθως με μικρό ποσοστό αμύλου
- στο τέλος πασπαλίζουμε τους κουραμπιέδες με άχνη
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- πούδρα (συγκριτικά δημωδέστερο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζάχαρη άχνη
|