άχνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αχνά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άχνα οι άχνες
      γενική της άχνας
    αιτιατική την άχνα τις άχνες
     κλητική άχνα άχνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άχνα < μεσαιωνική ελληνική άχνα < αρχαία ελληνική ἄχνη / (δωρικός τύπος ) ἄχνα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άχνα θηλυκό

  1. ατμός, αχνός
  2. πνοή, αναπνοή, χνότο
  3. ψίθυρος

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

άχνα!

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]