glanceable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡlɑːnseɪ.bl̩/
Επίθετο[επεξεργασία]
glanceable (en)
- που γίνεται κατανοητός με μια μόνο ματιά ή με ελάχιστη προσπάθεια, ευνόητος