goûter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: gouter

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡu.te/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

goûter (fr)

  1. γεύομαι, δοκιμάζω
    je goûte à des specialités locales - δοκιμάζω τα τοπικά φαγητά
  2. γευματίζω ελαφρά
  3. ευχαριστιέμαι, τέρπομαι, γουστάρω, απολαμβάνω

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • gouter (ορθογραφία του 1990)