goûter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
goûter (fr)
- γεύομαι, δοκιμάζω
- je goûte à des specialités locales - δοκιμάζω τα τοπικά φαγητά
- γευματίζω ελαφρά
- ευχαριστιέμαι, τέρπομαι, γουστάρω, απολαμβάνω
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- gouter (ορθογραφία του 1990)