γουστάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
γουστάρω (αργκό)
- (μεταβατικό) μου αρέσει πολύ κάτι / κάποιος, λαχταρώ
- τον γουστάρει πολύ καιρό τώρα, αλλά δεν του έχει μιλήσει
- (μεταβατικό) μου αρέσει
- κάνει πάντα ό,τι γουστάρει
- (αμετάβατο) νιώθω ικανοποίηση
- γουστάρω που δε θα κάνομε αύριο μάθημα!
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γούστο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «γουστάρω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.