go back on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | go back on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes back on |
αόριστος | went back on |
παθητική μετοχή | gone back on |
ενεργητική μετοχή | going back on |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]go back on (en)
- υπαναχωρώ, αποτυγχάνω να κρατήσω μια υπόσχεση
- ↪ He went back on the promises he had made.
- Υπαναχώρησε στις υποσχέσεις που είχε δώσει.
- ↪ He went back on the promises he had made.