gonna
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]- (ανεπίσημο, modal verb) πρόκειται να, θα, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τους μελλοντικούς χρόνους στα αγγλικά → δείτε τους χρόνους ρήματος του future tense
- ⮡ I am gonna see him tomorrow.
- Πρόκειται να τον δω αύριο.
- ⮡ He was gonna see him yesterday but he got sick.
- Επρόκειτο να τον δει χθες αλλά αρρώστησε.
- ⮡ When are you gonna come visit me?
- Πότε θα έρθεις να με επισκεφτείς;
- ⮡ By the time you come, I am gonna have left.
- Μέχρι την ώρα που έρθεις, θα έχω φύγει.
- ⮡ I am gonna see him tomorrow.