grocery store
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grocery store | grocery stores |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]grocery store (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) το παντοπωλείο
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη grocery (βρετανικά αγγλικά)