hamburger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hamburger | hamburgers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hamburger (en)
- (γαστρονομία) το χάμπουργκερ
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
hamburger στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʔɑ̃.buʁ.ɡœʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hamburger | hamburgers |
hamburger (fr) αρσενικό
- το χάμπουργκερ
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hamburger (it)
- το χάμπουργκερ